διάτμημα
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Full diacritics: διάτμημα | Medium diacritics: διάτμημα | Low diacritics: διάτμημα | Capitals: ΔΙΑΤΜΗΜΑ |
Transliteration A: diátmēma | Transliteration B: diatmēma | Transliteration C: diatmima | Beta Code: dia/tmhma |
ατος, τό,
A space partitioned off, Lyd.Mag.3.37.
-ματος, τό barrera de separación Lyd.Mag.3.37.
διάτμημα, το (Α) διατέμνω
χώρισμα.