διάχωμα
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
ατος, τό,
A embankment, PSI4.337.6 (iii B. C.), etc. II tax for maintenance of embankments, PHib. 1.104.4 (iii B. C.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 dique transversalpara detener el agua en un canal de irrigación PLugd.Bat.20.8.6, 11.4, PCair.Zen.73.3, PLond.2173.7 (todos III a.C.).
2 n. de impuesto para la constr. o mantenimiento de diques transversales PHib.104.4, PPetr.2.39e.2.9, SB 6279.3 (todos III a.C.).
Greek Monolingual
το (ΑΝ)
σωρός χωμάτων που χρησιμεύει ως προκάλυμμα χαρακώματος
αρχ.
φόρος για τη συντήρηση τών διαχωμάτων.