διάνυση
From LSJ
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
Greek Monolingual
η (Α διάνυσις, -εως) διανύω
1. πραγματοποίηση πορείας, ταξίδι
2. η απόσταση που διανύθηκε
3. επιτέλεση, ολοκλήρωση.