διάνυση
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
η (Α διάνυσις, -εως) διανύω
1. πραγματοποίηση πορείας, ταξίδι
2. η απόσταση που διανύθηκε
3. επιτέλεση, ολοκλήρωση.