διαφώτιση
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
Greek Monolingual
η (AM διαφώτισις)
διευκρίνηση, διασάφηση
νεοελλ.
διαφωτισμός
μσν.
φώτιση («ιδού με την διαφώτισιν του νου να καταπιάνης να βρης πολλές τες μαστοριές», Μαρίνος Φαλιέρος).