ειδύλλιο

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source

Greek Monolingual

το (Α εἰδύλλιον)
σύντομο ποίημα εξαίρετης τεχνικής, χαρακτηριστικό δημιούργημα της βουκολικής ποίησης της ελληνιστικής εποχής
νεοελλ.
1. πεζό περιγραφικό διήγημα με αισθηματικό περιεχόμενο
2. τρυφερός ερωτικός δεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < είδος + υποκορ. επίθημα -ύλλιον].