ελπίζω
From LSJ
(AM ἐλπίζω)
1. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι ευχάριστο
2. θεωρώ πιθανό, προβλέπω ότι θα συμβεί κάτι
3. βασίζομαι στη βοήθεια κάποιου για να πετύχω κάτι
αρχ.
φοβάμαι ότι θα συμβεί κάτι κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ελπίζω < ελπίς ή, κατ' άλλους, < έλπομαι].