ελπίζω

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek Monolingual

(AM ἐλπίζω)
1. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι ευχάριστο
2. θεωρώ πιθανό, προβλέπω ότι θα συμβεί κάτι
3. βασίζομαι στη βοήθεια κάποιου για να πετύχω κάτι
αρχ.
φοβάμαι ότι θα συμβεί κάτι κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ελπίζω < ελπίς ή, κατ' άλλους, < έλπομαι].