ελπίζω

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source

Greek Monolingual

(AM ἐλπίζω)
1. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι ευχάριστο
2. θεωρώ πιθανό, προβλέπω ότι θα συμβεί κάτι
3. βασίζομαι στη βοήθεια κάποιου για να πετύχω κάτι
αρχ.
φοβάμαι ότι θα συμβεί κάτι κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ελπίζω < ελπίς ή, κατ' άλλους, < έλπομαι].