ελπίζω

From LSJ

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357

Greek Monolingual

(AM ἐλπίζω)
1. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι ευχάριστο
2. θεωρώ πιθανό, προβλέπω ότι θα συμβεί κάτι
3. βασίζομαι στη βοήθεια κάποιου για να πετύχω κάτι
αρχ.
φοβάμαι ότι θα συμβεί κάτι κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ελπίζω < ελπίς ή, κατ' άλλους, < έλπομαι].