ψείρει
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
Full diacritics: ψείρει | Medium diacritics: ψείρει | Low diacritics: ψείρει | Capitals: ΨΕΙΡΕΙ |
Transliteration A: pseírei | Transliteration B: pseirei | Transliteration C: pseirei | Beta Code: yei/rei |
φθείρει, Id.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «φθείρει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ., πιθ. κρητ., του φθείρω].