Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Full diacritics: ψείρει | Medium diacritics: ψείρει | Low diacritics: ψείρει | Capitals: ΨΕΙΡΕΙ |
Transliteration A: pseírei | Transliteration B: pseirei | Transliteration C: pseirei | Beta Code: yei/rei |
φθείρει, Id.
Α
(κατά τον Ησύχ.) «φθείρει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. τ., πιθ. κρητ., του φθείρω].