ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
ψευδοφιλόσοφος: ὁ, ψευδὴς φιλόσοφος, Νεῖλ. 132Β.
ὁ, Μψευτοφιλόσοφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + φιλόσοφος.