ψευτοφιλόσοφος

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
άτομο που παριστάνει τον φιλόσοφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψευτ- του ψεύτης + φιλόσοφος.