ψιλοδουλεύω

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source

Greek Monolingual

Ν
1. επεξεργάζομαι κάτι με μεγάλη λεπτότητα
2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) ψιλοδουλεμένος, -η, -ο
επεξεργασμένος με πολλή προσοχή και λεπτότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + δουλεύω.