άγανο

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

το
1. η βελονοειδής απόφυση του σταχιού τών αγρωστοειδών (σταριού, βρόμης κ.λπ.), ο αθέρας, κν. μουστάκια
2. λεπτό κόκκαλο ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἄκανος (= ακανθώδης κεφαλή μερικών καρπών και είδος αγκαθιού)].