αγέρωχος
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Greek Monolingual
-η -ο (Α ἀγέρωχος, -ον)
υπεροπτικός, αλαζόνας
αρχ.
(στον Όμηρο πάντοτε με καλή σημασία) μεγαλόφρων, μεγαλοπρεπής, ευγενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σύνθετο «ἐκ συναρπαγῆς» < ἀ- αθροιστ. και τή φρ. «γέρας ἔχειν».
ΠΑΡ. ἀγερωχία
μσν.
ἀγερωχεύομαι, ἀγερωχῶ].