αγλαόφωνος
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
Greek Monolingual
ἀγλαόφωνος, -ον (Α) ἀγλαός
αυτός που έχει λαμπρή, έξοχη φωνή.
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
ἀγλαόφωνος, -ον (Α) ἀγλαός
αυτός που έχει λαμπρή, έξοχη φωνή.