ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
-η, -οαυτός που δεν δαγκώθηκε.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + δαγκωτός < δαγκώνω].