στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
-ή, -ό
1. αυτός που έγινε από δάγκωμα
2. όποιος έχει δάγκωμα, ο δαγκωμένος
3. (για συναρμοζόμενα πράγματα) ο προσαρμοσμένος στις αντίστοιχες εσοχές ή εξοχές του άλλου
4. φρ. «του το 'ριξα δαγκωτό» — τον καταψήφισα με επιδεικτική εμπάθεια.