αδάγκωτος

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν δαγκώθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + δαγκωτός < δαγκώνω].