αδάγκωτος

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν δαγκώθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + δαγκωτός < δαγκώνω].