αδελφοπαράδοτος

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209

Greek Monolingual

και αδερφοπαράδοτος, -η, -ο
(για φυγόδικο) αυτός που παραδόθηκε στις αρχές από τον ίδιο του τον αδελφό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφός + παραδίδω.