ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
τοναυτ. το τμήμα του ιστού του πλοίου που προστίθεται στη στήλη (στον κυρίως ιστό), κν. τσιμπούκι.