εξευγενισμός
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
Greek Monolingual
ο (Α ἐξευγενισμός)
νεοελλ.
1. πνευματική και ηθική βελτίωση («εξευγενισμός τών ανθρώπων»)
2. χημ. η βελτίωση τών ιδιοτήτων ενός προϊόντος με διάφορες κατεργασίες
αρχ.
η αλλοίωση του γένους, ο εκφυλισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξευγενίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στον Ν. Ι. Σαρίπολο].