επώαση

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118

Greek Monolingual

η (AM ἐπῴασις) επωάζω
η φυσιολογική εξέλιξη του αβγού από τη γέννησή του μέχρι την εκκόλαψη, κλώσσημα («φυσιολογική, τεχνητή επώαση»)
νεοελλ.
1. κρυφή προετοιμασίαεπώαση κινήματος, επανάστασης»)
2. η περίοδος κατά την οποία παθογόνοι παράγοντες εγκαθίστανται σε μέρος του οργανισμού ευνοϊκό για την ανάπτυξή τους ώσπου να αντιδράσουν οι αμυντικές λειτουργίες του οργανισμού και να εμφανιστούν τα χαρακτηριστικά συμπτώματα της νόσου.