εταζέρα
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Greek Monolingual
η
1. έπιπλο με οριζόντια ή και μερικά κάθετα χωρίσματα για τοποθέτηση διαφόρων αντικειμένων, που χρησιμοποιείται μερικές φορές και ως βιβλιοθήκη
2. σανίδα ή σανίδες στερεωμένες στον τοίχο (ράφια).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. etagere < etage «όροφος, πάτωμα»)].