ετερομήτωρ
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
Greek Monolingual
ἑτερομήτωρ, ὁ, ἡ (Α)
ο ετερομήτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. παμ-μήτωρ].
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
ἑτερομήτωρ, ὁ, ἡ (Α)
ο ετερομήτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. παμ-μήτωρ].