ετερομήτριος

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ἑτερομήτριος, -ον)
(για αδέλφια) ετεροθαλής, από τον ίδιο πατέρα αλλά από άλλη μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μήτριος (< μήτρα), πρβλ. ομομήτριος].