ετερομήτωρ

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source

Greek Monolingual

ἑτερομήτωρ, ὁ, ἡ (Α)
ο ετερομήτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. παμμήτωρ].