εποστρακισμός

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βούλου δ' ἀρέσκειν πᾶσι, μὴ σαυτῷ μόνῳ → Studeas placere cunctis, non soli tibi → Such allen zu gefallen, nicht nur dir allein

Menander, Monostichoi, 76

Greek Monolingual

ο (Α ἐποστρακισμός) εποστρακίζω
νεοελλ.
η μεταβολή διευθύνσεως βλήματος κατά την πρόσκρουσή του σε μια επιφάνεια
αρχ.
το πέταγμα στη θάλασσα όστρακου ή βότσαλου έτσι ώστε να αναπηδά με την πρόσκρουση.