αθρήνητος
From LSJ
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀθρήνητος, -ον) θρηνῶ
αυτός που δεν θρηνήθηκε από κανένα, αμοιρολόγητος, άκλαυτος
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον θρηνήσει όσο του αξίζει.