άζυξ
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
ἄζυξ, (-υγος), ο, η, το (AM)
1. αυτός που δεν αποτελεί ζεύγος με άλλον
2. που μπήκε σε ζυγό, άγαμος
3. απομονωμένος, μοναχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -ζυξ < ἐζύγην, παθητ. αόρ. β΄ του ρ. ζεύγνυμι.