ἄζυξ

From LSJ

Οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν ἐν ἀνθρώπῳ ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ αὐτοῦ (Ecclesiastes 2:24, LXX version) → What is good in a human is not what he eats and drinks and shows off to his soul as a benefit of his labor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄζυξ Medium diacritics: ἄζυξ Low diacritics: άζυξ Capitals: ΑΖΥΞ
Transliteration A: ázyx Transliteration B: azyx Transliteration C: azyks Beta Code: a)/zuc

English (LSJ)

ῠγος, ὁ, ἡ, τό, (ζεύγνυμι)
A unyoked, unpaired, Archil.157; δάμαλις D.H.1.40; unmarried, E.Ba.694; of Pallas, Id.Tr.536 (lyr.): c. gen., ἄζυξ λέκτρων, ἄζυξ γάμων, ἄζυξ εὐνῆς, Id.Hipp.546 (lyr.), IA805, Med. 673.
II isolated, ἄζυξ ὥσπερ ἐν πεττοῖς Arist.Pol.1253a7, cf. AP9.482.26 (Agath.); single, αὐλοί, opp. σύριγγες, Nonn. D. 3.76: in plural, ἄζυγα vowels, opp. σύζυγα, ib.4.262.

Spanish (DGE)

-ῠγος
1 de anim. no uncido βοῦς B.11.105, 16.20, δάμαλις Ph.1.490, D.H.1.40, ὁ κέλης ἵππος Sud.
2 de pers. no uncido al matrimonio, célibe παρθένοι E.Ba.694, c. gen. κόραι ... ἄζυγοι γάμων E.Hipp.1425, IA 805, οὐκ ἐσμὲν εὐνῆς ἄζυγες γαμηλίου E.Med.673
que no tiene o ha tenido relación carnal de Dios Padre, Gr.Naz.M.37.644, del Hijo ἄζυξ ἀζύγων Gr.Naz.M.37.959.
3 de cosas suelto, no unido αὐλοί por op. a σύριγγες Nonn.D.3.76, del clavo que atravesó los pies de Cristo γόμφος único Nonn.Par.Eu.Io.19.18
de las vocales ἄζυγα e.e. abiertas, libres por op. a σύζυγα las consonantes e.e. ‘trabadas’, Nonn.D.4.262
en el juego de damas, de una ficha aislada, AP 9.482.26 (Agath.), fig. (ὁ ἄπολις) ἄζυξ ὢν ὥσπερ ἐν πεττοῖς (el hombre sin ciudad) que está aislado como una ficha en el juego de damas Arist.Pol.1253a7.

German (Pape)

[Seite 43] υγος, unverbunden, unvermählt, κοῦραι Eur. Hipp. 1423; ἄζυγες γάμων Iph. A. 805; εὐνῆς Med. 673; Ar. u. Emp. in B. A. 58; Thcoer. 27, 7 u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

υγος (ὁ, ἡ)
non soumis au joug : ἄζυξ γάμων EUR non soumis au joug du mariage.
Étymologie: , ζεύγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄζυξ -υγος [ἀ-, ζεύγνυμι
1. niet onder het juk gebracht; van dieren; ook van ongetrouwde jonge vrouwen.
2. alleen, geïsoleerd. Aristot. Pol. 1253a7.

Russian (Dvoretsky)

ἄζυξ: ῠγος adj.
1 досл. несопряженный, перен. отдельный, одинокий (ἄνθρωπος Arst.);
2 неженатый, холостой (εὐνῆς ἄ. γαμηλίου Eur.); преимущ. незамужняя (κούρη Eur., Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, (ζεύγνυμι) ὁ μὴ ὑποβληθεὶς εἰς ζυγόν, ὁ μὴ ἀποτελῶν ζεῦγος, Ἀρχίλ. 157, καὶ ἑπομένως = ἄγαμος, Εὐρ. Βάκχ. 694· περὶ Παλλάδος, τῆς παρθένου θεᾶς, ὁ αὐτ. Τρῳ. 536· μ. γεν. συναπτομένης, ἄζυξ λέκτρων, γάμων, εὐνῆς, Λατ. nuptiarum expers, Εὐρ. Ἱππ. 546., Ι. Α. 805., Μηδ. 673. Π, μόνος, ἅτε περ ἄζυξ ὢν ὥσπερ ἐν πεττοῖς, Ἀριστ. Πολιτ. 1. 2, 10.

Greek Monotonic

ἄζυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ (ζεύγνυμι), αυτός που δεν υπόκειται σε ζυγό, αυτός που δεν ανήκει σε ζευγάρι, άγαμος, σε Ευρ.· λέγεται για την Αθηνά Παλλάδα, η παρθένος θεά, στον ίδ.· με συναπτόμενη γεν., ἄζυξ λέκτρων, γάμων, εὐνῆς, Λατ. nuptiarum expers, στον ίδ.

Middle Liddell

ζεύγνυμι
unyoked, unpaired, unmarried, Eur.; of Pallas the virgin goddess, Eur.: with a gen. added, ἄζυξ λέκτρων, γάμων, εὐνῆς, Lat. nuptiarum expers, Eur.