εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
η (Α ἀθανασία) ἀθάνατος
το να είναι κανείς αθάνατος, να ζει αιώνια, αιωνιότητα, αιώνια ύπαρξη
νεοελλ.
μεταθανάτια δόξα
αρχ.
η αμβροσία.