ζωοκομία

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source

Greek Monolingual

η
η επιστημονική παραγωγή και συντήρηση ζώων, το έργο του ζωοκόμου, η ζωοτροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωο-κόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Αδάμ. Κοραή].