Ἔρως ἀνίκατε μάχαν → O love, invincible in battle!
ἡμίλεκτος, -ον (Μ)αυτός που ελέχθη κατά το ήμισυ, μισοειπωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + λεκτός (< λέγω)].