ημίγυμνος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίγυμνος, -ον)
ο εν μέρει γυμνός, μισόγυμνος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ημίγυμνο
η κατάσταση του ημίγυμνου.