μισόγυμνος

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν φορά όλα τα ρούχα του, γυμνός κατά το ήμισυ, μισοντυμένος («του Έρωτα μισόγυμνου καμάρωνα τη χάρη», Παλαμ.).