Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön
ἡμικατάλυτος, -ον (Μ)
αυτός που καταλύθηκε κατά το ήμισυ, ο μισοκατεστραμμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κατά-λυτος (< κατα-λύω), πρβλ. α-κατά-λυτος, ευ-κατά-λυτος].