μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
ἡμικατάλυτος, -ον (Μ)αυτός που καταλύθηκε κατά το ήμισυ, ο μισοκατεστραμμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κατά-λυτος (< κατα-λύω), πρβλ. α-κατά-λυτος, ευ-κατά-λυτος].