τὰ σιτία καὶ τὸ ποτὸν ὁμαλίζειν → reduce food and drink to a uniform mass
ἑτοιμόφλεκτος, -ον (Μ)αυτός που φλέγεται, που ανάβει εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ-φλεκτος].