ημίσικλον

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

ἡμίσικλον και ἡμισίκλιον, τὸ (Α)
μισός σίκλος, είδος αρχαίου νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σίκλος «μονάδα βάρους - νομισματική μονάδα»].