τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
ἡμίσικλον και ἡμισίκλιον, τὸ (Α)
μισός σίκλος, είδος αρχαίου νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + σίκλος «μονάδα βάρους - νομισματική μονάδα»].