θυρσοφορώ
From LSJ
Οὐ χρὴ φέρειν τὰ πρόσθεν ἐν μνήμῃ κακά → Mala pristina haud oportet ferre in memoria → Du darfst nicht im Gedächtnis tragen früheres Leid
Greek Monolingual
θυρσοφορῶ, -έω (Α) θυρσοφόρος
1. κρατώ τον θύρσο
2. φρ. «θυρσοφορῶ θιάσους» — συγκεντρώνω και οδηγώ βακχικούς θιάσους με τον θύρσο.