θυρσοφορώ

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

θυρσοφορῶ, -έω (Α) θυρσοφόρος
1. κρατώ τον θύρσο
2. φρ. «θυρσοφορῶ θιάσους» — συγκεντρώνω και οδηγώ βακχικούς θιάσους με τον θύρσο.