ιερακοκτόνος
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
ἱερακοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει γεράκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιέραξ, -ακος + -κτόνος < κτείνω (πρβλ. ανδρο-κτόνος, πατρο-κτόνος)].