Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
Full diacritics: θηριονάρκη | Medium diacritics: θηριονάρκη | Low diacritics: θηριονάρκη | Capitals: ΘΗΡΙΟΝΑΡΚΗ |
Transliteration A: thērionárkē | Transliteration B: thērionarkē | Transliteration C: thirionarki | Beta Code: qhriona/rkh |
ἡ, a plant
A that benumbs serpents, Nerium Oleander, Plin.HN24.163,25.113.
θηριονάρκη: ἡ, φυτὸν ὅπερ ναρκώνει τοὺς ὄφεις, Πλίν. 24. 102, κτλ.
θηριονάρκη, ἡ (Α)
βότανο που επιφέρει νάρκη στα φίδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + νάρκη.