καβγατζής
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
και καυγατζής, ο θηλ. καβγατζού
αυτός που καβγαδίζει συχνά, επιρρεπής στους καβγάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. επίθ. caνga-ci < caνga «καβγάς»].