καλάμημα
From LSJ
πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare
English (LSJ)
ατος, τό,
A gleanings, Thd.Ob.5.
Greek Monolingual
καλάμημα, τὸ (Α)
καλαμώμαι
σταχυολογία, σταχυολόγημα.