καταπάλμενος

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab

Menander, Monostichoi, 362
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπάλμενος Medium diacritics: καταπάλμενος Low diacritics: καταπάλμενος Capitals: ΚΑΤΑΠΑΛΜΕΝΟΣ
Transliteration A: katapálmenos Transliteration B: katapalmenos Transliteration C: katapalmenos Beta Code: katapa/lmenos

English (LSJ)

καταπηδήσας, Hsch.; of a waterfall, AP9.326 cod. (Leon.): nisi leg. κατεπ-,

   A v. κατεφάλλομαι.

Greek Monolingual

καταπάλμενος, ὁ (Α)
1. (ποιητ. τ.) (για καταρράκτη) αυτός που πηδά ή χύνεται προς τα κάτω
2. (κατά τον Ησύχ.) «καταπάλμενος
καταπηδήσας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί κατεφάλμενος < κατεφάλλομαι].