καπνοπαραγωγός
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Greek Monolingual
-ό
1. αυτός που παράγει μεγάλες ποσότητες καπνού για την καπνοβιομηχανία και το καπνεμπόριο («η Ελλάδα είναι καπνοπαραγωγός χώρα»)
2. το αρσ. ως ουσ. ο καπνοπαραγωγός
κτηματίας που ασχολείται με την καπνοκαλλιέργεια και παράγει καπνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + παραγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Άστυ].