επιβίωση

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source

Greek Monolingual

η
1. παράταση, διατήρηση της ζωής μετά από κάποιο γεγονός
2. διατήρηση στη ζωή παρά τις μεγάλες δυσχέρειες
3. το φαινόμενο κατά το οποίο εκδηλώσεις παλιότερου πολιτισμού διατηρούνται σε περισσότερο εξελιγμένες βαθμίδες μολονότι έχουν εκλείψει οι αιτίες που τίς προκάλεσαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιβιώνω. Η λ. στον λόγιο τ. επιβίωσις μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].